Στα «ενδιαφέροντα» του ιστολογίου μας περιλαμβάνεται και το ιστολόγιο με τίτλο «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» του κ. Νίκου Σαραντάκου.
Πρόκειται για έναν εντελώς ξεχωριστό ιστότοπο, που ανήκει σε έναν ξεχωριστό άνθρωπο, με απέραντες γνώσεις στα θέματα της ελληνικής – και όχι μόνο – γλώσσας, έναν πραγματικό λόγο-τέχνη, από τους ελάχιστους που έχω συναντήσει στο διαδίκτυο.
Στο ιστολόγιο ο κ. Σαραντάκος δημοσιεύει κάθε μέρα ένα σχετικό με τις λέξεις κείμενο, πολύ καλογραμμένο, με ταυτόχρονα πολλές εύστοχες αναφορές στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα, οικονομική, πολιτική, δημοσιογραφική και λοιπά.
Και μετά αρχίζει το πανηγύρι! Η μεγάλη παρέα των αναγνωστών-φίλων του ιστολογίου κοινοποιεί τα σχόλιά της πάνω στο αρχικό κείμενο, κάθε κείμενο μπορεί να έχει και περισσότερα από 200 σχόλια. Το εντυπωσιακό σ’ αυτή τη διαδικασία είναι ότι και τα σχόλια είναι το ίδιο ενδιαφέροντα με το κείμενο! Η φίλοι του ιστολογίου έχουν την ίδια ευρυμάθεια, την ίδια γλωσσική επάρκεια, την ίδια ικανότητα αξιοποίησης πηγών, τον ίδιο σεβασμό στην άποψη του συν-σχολιαστή.
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι, κατά την γνώμη μου, εξαιρετικό και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Αυτή, λοιπόν, η ωραία παρέα που προανέφερα, που συγκροτείται μάλλον κατά το μεγαλύτερο μέρος της από Έλληνες μεταφραστές-διερμηνείς στις Βρυξέλλες (ο κ. Νίκος Σαραντάκος ξέρω ότι είναι) εκτός του ότι χειρίζεται άψογα θέματα γλώσσας, ορολογίας, ετυμολογίας, ιστορίας και πολλά άλλα, δημιουργεί και ελληνικές λέξεις! Ενδιαφέρουσες νέες λέξεις, που βέβαια δεν έχουν λεξικογραφηθεί, τουλάχιστον όχι ακόμη…
Θεώρησα καλό να αναδημοσιεύσω αυτό το (άτυπο) λεξικό, για να το γνωρίσετε κι εσείς, χωρίς άλλα δικά μου σχόλια. Παρέλειψα μόνο κάποια ονόματα νονών κάποιων λέξεων, τα οποία είναι ψευδώνυμα ανθρώπων της παρέας και δεν λένε τίποτε σε αναγνώστες εκτός του συγκεκριμένου ιστολογίου. Κράτησα ακέραιους τους λίκνους (βλ. στο λεξικό) που υπάρχουν στο κείμενο ώστε να μπορεί ο καθένας σας να οδηγείται (αν θέλει, φυσικά…) εκεί που τον παραπέμπει ο κ. Σαραντάκος. Στο τέλος της δημοσίευσης υπάρχει και ο πλήρης σύνδεσμος για την συγκεκριμένη ανάρτηση του ιστολογίου – το οποίο ιστολόγιο, αυτονόητο είναι ότι μπορείτε και αυτοβούλως να το επισκεφθείτε.
Με τις ευχαριστίες μου στον κ. Σαραντάκο για την άδεια αναδημοσίευσης του πονήματός του,
Καλή Ανάγνωση!
Αγνώριστοι: ή, Στρατιά των Αγνώριστων. Πρόσωπα και τόποι που το όνομά τους παραμορφώθηκε φριχτά από μεταφραστική ή άλλη ατζαμοσύνη, με αποτέλεσμα να είναι αγνώριστο, σαν τον Φλάβιους Ζοζέφ (= Φλάβιος Ιώσηπος). Είναι το αντίπαλο δέος των Ανύπαρχτων* και κατοικούν στην Απωνία*. Περισσότερα εδώ.
ακλισιά: Πάθηση της νεοκαθαρεύουσας (και όχι μόνο) στην οποία μένουν άκλιτες όσες λέξεις δεν είναι ελληνικές από δεκατέσσερις γενεές. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα, η τρόικα, που πολλοί θεωρούν σωστό να την αφήνουν άκλιτη (της τρόικα). Ένα σχετικό άρθρο.
Ανύπαρχτοι: ή, Στρατιά των Ανύπαρχτων. Πρόσωπα που γεννήθηκαν όχι από μάνα και πατέρα, αλλά από μεταφραστική ατζαμοσύνη, σαν τον συνθέτη Μποχεμιάν, τον οδηγό αυτοκινήτου Πράβο Γιάζντι και τον δαιμόνιο σκακιστή Τάλατ Μπλεντ. Η χώρα των Ανύπαρχτων είναι η Νομανσλάνδη*. Ανακεφαλαίωση για τη Στρατιά των Ανύπαρχτων υπάρχει εδώ.
Απωνία: Η χώρα των Αγνώριστων. Από (υποτιθέμενο) μαθητικό μαργαριτάρι του Μ. Έβερτ, που είχε γράψει «Η Απωνία» αντί για «Ιαπωνία».
βαρεσάδικο ή βαρεζάδικο: Είδος κατεβασάδικου*, ιστότοπος απ’ όπου κατεβάζουν (κάποιοι) προγράμματα.
γιουτουμπάκι: Βιντεάκι από το You Tube (γιουτούμπ ή γιουτούμπι), ιδίως όταν παρατίθεται σε άρθρο ή σε σχόλιο. Το πρωτοείπε στο φόρουμ Λεξιλογία ο ... αλλά ως γιουτΙουμπάκι.
γκούγκλης και γούγλης: Το γκουγκλ, φυσικά. Το λένε κι άλλοι πολλοί.
γκουγκλίζω: αναζητώ μια λέξη στο γκουγκλ. Στο ιστολόγιο είχε γίνει δημοψήφισμα για την προτιμότερη μορφή: γκουγκλάρω, γκουγκλίζω, γκουγκλεύω ή…. Και φράση: «η τάδε λέξη δεν γκουγκλίζεται» δηλ. δεν δίνει κανένα αποτέλεσμα στην αναζήτηση μέσω γκουγκλ.
ερμαφρόδιτοι τύποι: τύποι ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται και για το αρσενικό και για το θηλυκό γένος (επίκοινοι λέγονται κανονικά), ιδίως όταν υπάρχει δόκιμος θηλυκός τύπος (π.χ. η εκπαιδευτής)
ηλε- Πρόθεμα που αντιστοιχεί στο αγγλικό e- και που το χρησιμοποιούμε κατά κόρο στο ιστολόγιο: ηλεμήνυμα το email, ηλέκδοση η ηλεκτρονική έκδοση (εφημερίδας), ηλεβιβλίο κτλ.
θεία: το γκουγκλ, ο γούγκλης*.
καραβίδα: Μια μικρή πρόταση, ιδίως σε λεξικό ή έργο αναφοράς, που οι περισσότερες πληροφορίες της (ιδανικά όλες) είναι λανθασμένες. Γεννήθηκε από το (ίσως μπεντροβάτο*) ανέκδοτο για το εξής λήμμα εγκυκλοπαίδειας: «Η καραβίδα είναι ένα μικρό κόκκινο ψάρι που κινείται προς τα πίσω».
κατεβασάδικο: Ιστότοπος απ’ όπου κατεβάζουν (κάποιοι) προγράμματα. Μπορεί να είναι πιρτουπιράδικο* ή βαρεσάδικο*.
κοπιπαστάδα ή κοπιπαστή Το κόπι-πέιστ (copy & paste), η αντιγραφή ενός κειμένου, π.χ. από εφημερίδα ή σε υποτιθέμενη πρωτότυπη εργασία.
κοπιπαστώνω Αντιγράφω κάτι με κοπιπαστή*, αναδημοσιεύω (ενν. χωρίς να το ελέγξω), π.χ. «το λάθος θα το βρείτε σε πάμπολλους ιστότοπους. Μήπως κοιτάζει κανείς τι κοπιπαστώνει;».
λεκανόστ: Καληνύχτα. Συνήθης αποχαιρετισμός σε μεταμεσονύχτια κουβεντούλα. Από τα βουλγάρικα (νομίζω) όπου όντως η καληνύχτα λέγεται έτσι.
λεξιλογώ: ασχολούμαι με τις λέξεις. Αγαπημένη φράση του Νικοκύρη*: «εμείς εδώ λεξιλογούμε».
λερναιάκι: το μικρό και σχετικά ανώδυνο λερναίο*.
λερναίο: αρχικά το Λερναίο κείμενο, δηλαδή η ελληνοκεντρική μπαρούφα περί Hellenic quest, και κατ’ επέκταση οποιοσδήποτε μύθος διαδίδεται μέσω Διαδικτύου.
λίκνος: το λινκ, ο σύνδεσμος (link). Από μαργαριτάρι του Γ. Παπανδρέου.
λουρκίζω: παρακολουθώ μια συζήτηση σε ιστολόγιο, φόρουμ κτλ. χωρίς να εκδηλώνομαι, μεταφορά του αγγλ. lurk.
μακροβούτι: το άτεχνο υπερβατό σχήμα, π.χ. σε κακές μεταφράσεις, όπως: το από τον Ντίτερ Τσίγκλερ κυρίως συγγραμένο τμήμα. Για το χρυσό μετάλλιο στο μακροβούτι, δείτε εδώ.
μεζεδάκι: μαργαριτάρι, αστείο γλωσσικό ή μεταφραστικό λάθος από εφημερίδα ή ιστότοπο. Επειδή κάθε τόσο, περίπου μια φορά την εβδομάδα, παρουσιάζω ένα άρθρο που δεν έχει ένα ενιαίο θέμα, αλλά πολλά μικρά, που τα λέω μεζεδάκια. Το πρώτο άρθρο με μεζεδάκια.
μεταμπλόγκειν: το μεταμπλόγκινγκ ή meta-blogging.
μουστάκια: η χρήση αρσενικών (ερμαφρόδιτων*) τύπων για τα επαγγελματικά θηλυκά, π.χ. «η εκπαιδευτής». Και ρήμα: φοράω μουστάκια.
μπαμπινιωτισμός: η κανονιστική τάση στη γλώσσα, ιδίως όταν συνοδεύεται από περιφρόνηση της χρήσης. Επίσης, η υιοθέτηση προκλητικών ορθογραφήσεων (τα κουττά αγώρια) στο όνομα της ετυμολογίας.
μπεντροβάτος: Γουστόζικη ιστορία που όμως μάλλον δεν είναι αληθινή. Από την ιταλική φράση se non è vero, e ben trovato (αν δεν είναι αληθινό, είναι καλό εύρημα).
μπούμερανγκ, νόμος: Ο νόμος του μπούμερανγκ είναι νόμος των ιντερνετικών και άλλων αντιπαραθέσεων, σύμφωνα με τον οποίο όταν πας να διορθώσεις το λάθος ενός άλλου είναι πολύ πιθανό να κάνεις κι εσύ λάθος, ή αλλιώς: Η πιθανότητα να περιέχει λάθος το σχόλιο που επισημαίνει λάθος σε προηγούμενο σχόλιο είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο ασήμαντο είναι το αρχικό λάθος.
νατσουλισμός: ευφάνταστη αλλά εντελώς ατεκμηρίωτη εξήγηση παροιμιώδους φράσης. Από τον μακαρίτη Τάκη Νατσούλη, συγγραφέα του βιβλίου Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, όπως στο παράδειγμα.
Νικοδεσπότης: ο Νικοκύρης*.
Νικοκύρης: ο υποφαινόμενος, επειδή είναι νοικοκύρης του ιστολογίου αλλά και Νίκος. Δεν θυμάμαι ποιος το πρωτοείπε…
Νομανσλάνδη: Η χώρα των Ανύπαρχτων*. Έχει και δικό της ιστολόγιο, καθώς και έπος που γράφεται (σε αραιότατα χρονικά διαστήματα) από τον ... .
νύκτορες: Σκοτεινοί τύποι που κυκλοφορούν τη νύχτα. Από τη δήλωση του (τότε) υπουργού Γκιουλέκα, που μετέτρεψε το αρχαίο επίρρημα νύκτωρ σε ουσιαστικό.
παρέμπ: παρεμπιπτόντως. Επίσης: παρεπιφτού, παρεμπίπ.
πεντέφι: κείμενο σε μορφή pdf, αρχείο pdf. Και πεντεφάκι, το μικρό.
περιαυτομπλογκίες: περιαυτολογίες κάποιου που έχει μπλογκ.
πιρτουπιράδικο: Κατεβασάδικο* στο οποίο γίνεται ανταλλαγή αρχείων peer-to-peer.
πολυτονιάτης: οπαδός του πολυτονικού. Δείτε και το ποίημα.
πορτοκαλίζω: βρίσκω ή υποστηρίζω ελληνοκεντρικές και εντελώς αβάσιμες ετυμολογίες, όπως ο Γκας Πορτοκάλος της ταινίας Γάμος αλά ελληνικά. Υπήρχε σκέψη για απονομή και βραβείων Πορτοκάλος.
ραμόνι: παράκουσμα, συχνά παιδικό, σε γνωστό τραγούδι, που συχνά πλάθει νέες λέξεις, όπως «το ραμόνι» από το «τώρα μόνη» ή «βιολί σαν του Ροβιόλη» από το «σαντουροβιόλι».
σκουληκάκια (αλεξανδρινά): η δασεία, η περισπωμένη και τα άλλα τονικά σημάδια του πολυτονικού.
σπαμακόπιτα: δώρο σε νικητές διαγωνισμών του ιστολογίου. Στέλνεται με ατάτσμεντ και ονομάστηκε έτσι επειδή δεν είναι σπανακόπιτα.
σπαμοπαγίδα: το akismet, το πρόγραμμα που τσακώνει τα οχληρά διαφημιστικά μηνύματα (σπαμ) αλλά μαζί με τα ξερά πιάνει και κανένα κανονικό σχόλιο (ιδίως όταν έχει πολλούς λίκνους*) που έτσι παραμένει πιασμένο στην παγίδα και αθέατο μέχρι να το απελευθερώσει ο Νικοκύρης*.
συνεννόηση Λοΐζος: όταν κάποιος κάνει μια ερώτηση δίνοντας όλα τα στοιχεία λάθος και… παίρνει τη σωστή απάντηση. Ονομάστηκε έτσι από μια παρέα όπου κάποια είχε ρωτήσει: Πώς λεγόταν εκείνος ο ωραίος τραγουδιστής, που έλεγε τραγούδια του Θεοδωράκη, που σκοτώθηκε τον καιρό της Χούντας; και της απάντησαν «Ο Μάνος Λοΐζος» -και πράγματι αυτόν εννοούσε.
σχιζολεξία: ψύχωση των νεοκαθαρευουσιάνων που τους αναγκάζει να γράφουν χωριστά λέξεις που πάντοτε γράφονταν ως μία, π.χ. “κατ’ επειγόντως“. Λέγεται και “μανιακή σχιζολεξία“.
τηλεσκοπική λέξη: Νεολογισμός που φτιάχνεται ενώνοντας τα μισά δυο λέξεων, όπως η ευελφάλεια από το ευελιξία και ασφάλεια.
Τσαπατσούλιτζερ, βραβείο: Φανταστικό βραβείο που απονέμεται στον πιο τσαπατσούλη δημοσιογράφο, που γράφει στο γόνατο, χωρίς να ελέγξει αν στέκουν τα στοιχεία του. Τον όρο πρότεινε ο ... , αρχικά για γνωστό δημοσιογράφο που είχε μόνιμη στήλη στην τελευταία σελίδα γνωστής απογευματινής εφημερίδας.
Χρυσό πέταλο: Η συσσώρευση πολλών ψεμάτων (ή ανακριβειών) στις λιγότερες δυνατές λέξεις. Από διήγημα του Ντάσιελ Χάμετ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου