Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σχόλια μουσικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σχόλια μουσικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

κυκλο-φ-οριακα 1122, 19 Οκτωβρίου 2022

Οι Μουσικοί. Νίκος Εγγονόπουλος 1984

«Εις τον αφρό, εις τον αφρό της θάλασσας, η αγάπη μου, η αγάπη μου κοιμάται…», άσχετον μεν, ωραίον δε, καλημέρα συμπολίτες. Εγώ κάθε πρωί σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι με ένα τραγούδι στο στόμα, όποιο να ‘ναι, από τα εκατομμύρια ελληνικά μας τραγούδια, τουτέστιν ξυπνάω τραγουδώντας κι αυτό, πιστέψτε με, κάνει πολύ καλό στην ψυχική υγεία. Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει γύρω μας πρέπει να φροντίζουμε εμείς να στεκόμαστε όρθιοι, ανεξάρτητα από την στάση των άλλων απέναντί μας.

«…παρακαλώ σας κύματα, μη μου τηνε ξυπνάτε…» και λοιπά και λοιπά.

Ολοκληρώθηκε το δημοψήφισμα του Δικηγορικού Συλλόγου όσον αφορά στην προτεινόμενη χωροθέτηση του νέου Δικαστικού Μεγάρου, στη συνοικία της Νεάπολης Βόλου με ένα βροντερό «όχι» – 293 «όχι» 68 «ναι». Και τώρα τι γίνεται αδέρφια; Γύρω-γύρω όλοι, στη μέση το Μέγαρο, όλοι αθώοι κι όλοι ένοχοι ταυτόχρονα, στα παλιά λημέρια θα μείνει πάλι η Θέμις, να μου το θυμηθείτε. Κι όχι τίποτε άλλο δηλαδή, θα έχει ήδη στεναχωρηθεί και ο Άρχων, που τόσες και τόσες προσπάθειες έκανε να βρει κατάλληλο οικόπεδο – εκτός αν όλα αυτά ήταν μία (ακόμη…) μπλόφα. Ή εκτός αν τα Υπουργεία αγνοήσουν του Δικηγόρους και προχωρήσουν ακάθεκτα, θα έχει ενδιαφέρον.

Με τούτα και με τ’ άλλα δεν μας μένει αρκετός χρόνος για αυτοκινητοβόλτες στην πόλη, πράγμα χρήσιμο δια την κατανόησιν των εν γένει κυκλοφοριακών συνθηκών του άστεως. Πάμε λοιπόν:

Ένα απόγευμα που ήθελα να πάω στον Άγιο Νεκτάριο, επίτηδες διάλεξα να πάω από την διαδρομή Γιάννη Δήμου-Παρασκευοπούλου-Φυτόκου ξεκινώντας από την οδό Περραιβού. Έκανα πάνω από 40 λεπτά να φτάσω. Και δεν έφταιγε ο κυκλοφοριακός φόρτος, πολύ λίγα τα οχήματα. Έφταιγαν οι φωτεινοί σηματοδότες, τα φανάρια! Πρέπει να είναι κάτι λίγο περισσότερα από 10 και δεν «πέτυχα» κανένα πράσινο. Κανένα. Με «έπιασε» μέχρι κι εκείνο το «διπλό» έξω απ’ τον ΑΒ, που ποτέ δεν κατάλαβα τι εξυπηρετεί. Όλα τα φανάρια κόκκινα, με όποια ταχύτητα κι αν κινήθηκα – επειδή ξέρω τι είναι το «πράσινο κύμα» δοκίμαζα διάφορες ταχύτητες μέχρι την ανώτατη επιτρεπόμενη μέσα στις αστικές περιοχές (δεν σας λέω ποια είναι, καλό είναι να ξεσκονίσετε λίγο τον ΚΟΚ…). Τίποτε. Κάθε σηματοδότης είναι «αυτόνομος». Άρχοντας (ο σηματοδότης…).

Εκεί ακριβώς, στο Σχολείο δίπλα στον Άγιο Νεκτάριο, όσο ήμουν Δημοτικός Σύμβουλος, ήτοι μέχρι το 2010, και επειδή το πεζοδρόμιο από το οποίο έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν τα παιδιά για να μπουν στην αυλή και στο κτήριο ήταν ιδιαίτερα στενό, είχα κάνει μια «πατέντα», οριοθετώντας με κορίνες έναν διάδρομο περίπου 1 μ. πάνω στο οδόστρωμα ως επέκταση, ας πούμε, του πεζοδρομίου. Η παρέμβαση λειτούργησε άψογα από την πρώτη μέρα, γονείς, παιδιά και δάσκαλοι ένιωσαν πιο ασφαλείς, και με ειλικρινή χαρά βλέπω ότι μέχρι και σήμερα, 12 χρόνια μετά (!), ο διάδρομος υφίσταται, άρα χρησιμοποιείται. Εκείνο που χρειάζεται είναι μια συμπλήρωση-ανανέωση μερικών κορινών, λίγη αγάπη τέλος πάντων, δουλειά μισής ώρας για το συνεργείο και κόστος ασήμαντο για τον Δήμο. Μακάρι. Και να σας θυμίσω με την ευκαιρία ότι οι γονείς αυτού του Δημοτικού Σχολείου (στο διαδίκτυο το βρίσκω σήμερα ως 6ο Δημοτικό Σχολείο Νέας Ιωνίας Βόλου) ήταν οι πρώτοι που εθελοντικά έγιναν Σχολικοί Τροχονόμοι για την ασφάλεια των παιδιών τους, μετά από μια εισήγηση περί του θεσμού του Σχολικού Τροχονόμου και της Οδικής Ασφάλειας στην περιοχή των Σχολείων, που είχα κάνει σε Ημερίδα στο Τεχνικό Επιμελητήριο τον Μάρτιο 1998.

Αν και το αποφεύγω συστηματικά, πέρασα σε όλο το μήκος, από Περιφερειακό μέχρι Φιλαδελφείας, την οδό Καραμπατζάκη. Πρώτο ερώτημα: γιατί το όριο ταχύτητας είναι 30 χλμ/ω ενώ σε άλλες περιοχές που έχουν την ίδια ακριβώς σήμανση ήπιας κυκλοφορίας το όριο είναι 15 χλμ/ω; Για παράδειγμα η προέκταση της οδού Δημητριάδος, στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου (Βασιλέως Γεωργίου Α’ είναι το σωστό) ή οποία κανένα χαρακτηριστικό οδού ήπιας κυκλοφοράς δεν έχει κι όμως έχει Πινακίδες Π92 με όριο ταχύτητας 15 χλμ/ω, ίσως διότι χρήζουν ειδικής προστασίας οι παροικούντες… Και με αυτή, επίσης, την ευκαιρία, να σας ενημερώσω ότι σε αυτόν τον δρόμο εκδηλώνεται μία ακόμη παράνοια της ελληνικής νομο-βλακείας: η στάθμευση δεξιά, στις διαμορφωμένες θέσεις προς το πάρκο, ελέγχεται από την Λιμενική Αστυνομία λόγω χερσαίας ζώνης λιμένος. Η στάθμευση αριστερά, παρά το κράσπεδο ή «καβαλητά», ελέγχεται από την Δημοτική Αστυνομία ή/και την Τροχαία. Αυτά.

Στην οδό Καραμπατζάκη παρατηρεί κανείς ακόμη ότι τα περισσότερα τμήματα πεζοδρομίου είναι «εικονικά», δηλαδή είναι αδιάβατα για πεζούς, πόσο μάλλον για εμποδιζόμενα άτομα (με μπαστούνι π.χ. ή και με παιδικό καροτσάκι, γιατί αυτές οι έννοιες παραμένουν άγνωστες στο Ελληνικό κοινό…) άσε πια για Άτομα με Αναπηρία (επιτέλους, αυτό σημαίνει ΑμεΑ, ούτε «ειδικές ανάγκες», ούτε «ειδικές δεξιότητες» κι άλλα τέτοια δήθεν «καλλωπιστικά»), αυτοί οι συνάνθρωποι δεν έχουν καμία τύχη σ’ αυτόν τον δρόμο πέραν του οδοστρώματος, κι ο Θεός μαζί τους.

Τέλος (για σήμερα…) στην οδό Ιάσονος. Κυκλοφορία εφ’ ενός ζυγού στο μεγαλύτερο τμήμα της ημέρας. Και η «λεωφορειολωρίδα» χιλιοπαρκαρισμένη, γι’ αυτό και τα εισαγωγικά, και το αριστερό πεζοδρόμιο μυριοπαρκαρισμένο, μια ωραία ατμόσφαιρα «μεγαλούπολης» με ωραίες φωτογραφίες κυκλικών κόμβων, μούρλια! Το ίδιο συμβαίνει στην Δημητριάδος, στην Κ.Καρτάλη (χωρίς λεωφορειολωρίδα) και στην Ελ.Βενιζέλου (ομοίως χωρίς) από την Γαλλίας και κάτω. Δεν το βλέπει κανείς αυτό το χάλι; Ή πιστεύει κάποιος ότι φτιάχνοντας δεν ξέρω ‘γω πού καναδυοτρείς παραπάνω κυκλικούς θα λυθεί το πρόβλημα στην Ιάσονος; Και ναι! οι μπλε ουρανοί ετοιμάζονται, πάνω από τους πεζοδρόμους είναι κιόλας έτοιμοι. Και όχι! τους «ποδηλατοδρόμους» δεν τους ξεχνάμε.

«…γιαλό να πας, γιαλό να ‘ρθεις, τα λόγια μου να θυμηθείς…». Γεια σας.

Στην φωτογραφία ο πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου «Οι Μουσικοί», 1984.

(δημοσιεύτηκε στην καθημερινή βολιώτικη εφημερίδα "Μαγνησία" την Τετάρτη 19.10.2022, αρ.φύλλου 3797)

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

κυκλο-φ-οριακα 895 19 Ιουλίου 2017

ένας κύκλος ...ωοειδής!

Καλημέρα και πάλι συμπολίτες! Καλοκαιράκι, γράφαμε την προηγούμενη Τετάρτη, Φθινοπωράκι μας προέκυψε καθ’ οδόν. Άστραψε και βρόντηξε, ανήμερα της Αγιαμαρίνας, να χαλάσει όλα τα πανηγύρια. Κι άντε τώρα εσύ, λέμε τώρα, να έχεις προγραμματίσει από πέρυσι, που λέει ο λόγος, μια εκδήλωση, μια παράσταση ένα κάτι τέλοσπάντων στο ανοιχτό δημοτικό θέατρο για τούτες τις μέρες, μέσα Ιουλίου, κατακαλόκαιρο. Στράφι όλος ο κόπος, μπορεί κι ένας χρόνος ολόκληρος χαμένος. Επειδή του αλλουνού του ‘ρθε να αμολήσει τους κεραυνούς και τα χαλάζια τότε που μόνο τέτοια δεν περιμένεις. Τι να πεις, μπορείς να πεις και τίποτε; Θεός είν’ αυτός. Χώρια οι αγρότες, χώρια ο τουρισμός.
Μπορεί να φταίει το τεράστιο παγόβουνο που αποκολλήθηκε στις 12 Ιουλίου από την παγοκρηπίδα Larsen στην Ανταρκτική και έχει έκταση περίπου 6.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πάχος πάνω από 200 μέτρα. Μπορεί να φταίει και ο κύριος Ντόναλντ αυτοπροσώπως, όχι ο Ντακ του Ντίζνεϋ, ο άλλος, ο επικίνδυνος αυτός τύπος που αποκαλείται και «Πλανηταρχης», ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων, έχει λυσσάξει να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την παγκόσμια συνθήκη του Παρισιού για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όλα και όλοι μπορεί να φταίνε, όπως λέει κι ο αείμνηστος Λουκιανός Κηλαηδόνης «Θα πει πως φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, ναι, φταίνε κι οι άλλοι. Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, φταίει κι ο Χατζηπετρής» (παραμένει άγνωστο ποιος είναι ο κύριος Χατζηπετρής…).

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

κυκλο-φ-οριακα 892 14 Ιουνίου 2017

ο Βόλος τιμά τον Μίκη Θεοδωράκη


Πήγε στα μισά και ο Ιούνιος, να δείτε που θα φύγει και τούτος ο χρόνος, συμπολίτες! Ολοκληρώνονται οσονούπω και οι φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις (σφαγή στα Μαθηματικά καταγγέλλουν οι εξεταζόμενοι), ισχυρός σεισμός ανάμεσα Χίο και Λέσβο (αυτό μας έλειπε τώρα) αβεβαιότητα για το θέμα του δημόσιου ελληνικού χρέους, θρίαμβος του κυρίου (επί) Μακρόν στο 50% του γαλλικού λαού (οι υπόλοιποι πιθανώς θα αναρωτήθηκαν πάλι εκείνο το ιστορικό pourquoi? (πουρκουά;-γιατί;, εξ ου και «πουρκουάδες» οι Γάλλοι, που το 1940 έθεταν αυτό το ερώτημα «γιατί να πολεμήσουμε», κάτι που οδήγησε στην δοσίλογη κυβέρνηση του Βισύ, υπό τον στρατάρχη Πεταίν…), πήρε το πρωτάθλημα στο μπάσκετ ο Παναθηναϊκός εν μέσω καπνογόνων κροτίδων κι εδώ στην πόλη μας το θέμα συζήτησης στα καφενεία και τα λοιπά στέκια είναι η…καινούργια ποδοσφαιρική ομάδα. Άλλο πράγμα δεν έχουμε να ασχολούμαστε, «όλος ο κόσμος προσκυνάει σώβρακα και φανέλες», που λέει κι ο Τζίμης Πανούσης στο περίφημα άσμα του «Κάγκελα παντού».

Βεβαίως ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας μας προσπαθεί να κατανοήσει αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα, τον κόσμο του μεγάλου ελληνικού ποιητικού και μουσικού σύμπαντος, και να δημιουργήσει συνθήκες ταυτόχρονα ευφροσύνης και παιδείας πραγματικής. Συναυλία-αφιέρωμα στον μεγάλο Έλληνα Μίκη Θεοδωράκη, Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017, στο ανοιχτό Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Μελίνα Μερκούρη», ώρα 9:30 μμ., σε συνδιοργάνωση με την Διεύθυνση Πολιτισμού του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ του Δήμου Βόλου και με ενιαία φιλική τιμή εισόδου 7 €. Η Χορωδία Εκπαιδευτικών Ν.Μαγνησίας και η Βολιώτικη Χορωδία, που συμπληρώνει φέτος 80 χρόνια συνεχούς παρουσίας στην πόλη μας, ο Νίκος Παρθένης και η Γιώτα Τσιρώνη στο τραγούδι, η Κασσιανή Αμυγδαλίτση στα πλήκτρα & στην διεύθυνση της ορχήστρας, ο Γιάννης Πολίτης και ο Δημήτρης Τρουμπουζάς στα δύο μπουζούκια, ο Άγγελος Τσιριγωτάκης στα κρουστά, η Νάνσυ Χατζή στο κοντραμπάσο και το Παιδικό Τμήμα της Βολιώτικης Χορωδίας, όλοι επί σκηνής με την καλλιτεχνική διεύθυνση της Στάσας Τζάλλα. Ένα είναι βέβαιο και μπορούμε ανεπιφύλαχτα να το υποσχεθούμε: θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, όλοι μας. Ελάτε να το διαπιστώσετε!

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Ο Βόλος τιμά τον Μίκη Θεοδωράκη



Ο Βόλος τιμά τον Μίκη Θεοδωράκη.
Με μια συναυλία-αφιέρωμα, η Βολιώτικη Χορωδία, η Χορωδία Εκπαιδευτικών Νομού Μαγνησίας και πολλοί εκλεκτοί Βολιώτες καλλιτέχνες διατρανώνουμε την ευγνωμοσύνη μας απέναντι στον μεγάλο Έλληνα Μίκη Θεοδωράκη γι’ αυτή την τεράστια πολιτιστική παρακαταθήκη που αξιωθήκαμε: την μελοποιημένη ποίηση, την μουσική που, σε συνδυασμό με τον λόγο των ποιητών, έχει αναθρέψει ως τώρα τέσσερεις γενιές Ελλήνων και συνεχίζει.
Ερμηνεύοντας τα διαχρονικά τραγούδια του Μίκη, από την Όμορφη Πόλη των «Λιποτακτών» ως τον Νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης του «Άξιον Εστί», από την Μαργαρίτα την Μαγιοπούλα ως την Δραπετσώνα κι από εκεί στις Καμπάνες της «Ρωμιοσύνης», αισθανόμαστε να δονείται μέσα μας ατόφια κι ανέγγιχτη η χορδή της ελληνικότητας του είναι μας.
Κι αυτή τη δόνηση επιθυμούμε να την μεταδώσουμε στο κοινό του Βόλου και της περιοχής μας.
Για να γιορτάσουμε όλοι μαζί μια «Νύχτα Μαγικιά», μια νύχτα αφιερωμένη στον Μίκη Θεοδωράκη, μια νύχτα που θα μας μείνει αξέχαστη, μια βραδιά που θα την τιμούμε και θα μας τιμά.
Την Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017, στο ανοιχτό Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Μελίνα Μερκούρη», ώρα 9:30 μμ., σε συνδιοργάνωση με την Διεύθυνση Πολιτισμού του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ του Δήμου Βόλου και με ενιαία φιλική τιμή εισόδου 7 €.
Επί σκηνής, με την Καλλιτεχνική Διεύθυνση της Μαέστρου Στάσας Τζάλλα, συμπράττουν:
η Χορωδία Εκπαιδευτικών Ν.Μαγνησίας και η Βολιώτικη Χορωδία, που συμπληρώνει φέτος 80 χρόνια συνεχούς παρουσίας στην πόλη μας
ο Νίκος Παρθένης και η Γιώτα Τσιρώνη στο τραγούδι
η Κασσιανή Αμυγδαλίτση στα πλήκτρα & στην διεύθυνση της ορχήστρας
ο Γιάννης Πολίτης και ο Δημήτρης Τρουμπουζάς στα δύο μπουζούκια
ο Άγγελος Τσιριγωτάκης στα κρουστά
η Νάνσυ Χατζή στο κοντραμπάσο
και το Παιδικό Τμήμα της Βολιώτικης Χορωδίας
Κάρτες εισόδου στην τιμή των 7 € διατίθενται από τα μέλη των δύο Χορωδιών και στα καταστήματα: Βιβλιοπωλείο "Ζυγός" Ερμού 209, Καφέ-Μπαρ "4 Εποχές", Σπυρίδη & Τάκη Οικονομάκη, “Fino Σπίτι”, Ερμού 161 & Κ.Καρτάλη, “Κεχαΐδης” Μουσικός Οίκος, 28ης Οκτωβρίου 118Α.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Ο Βόλος μας, Γεωργία Μωραΐτου-Σκυργιάννη 1981

Κάποτε, πολύ παλιά, κάποιοι άνθρωποι έγραφαν στίχους και μουσικές, έγραφαν τραγούδια για τον Βόλο. 
Για τον όμορφο Βόλο. 
Τότε που οι άνθρωποί της έβλεπαν την πόλη τους με αγάπη, και την νοσταλγούσαν όταν βρίσκονταν μακριά της. 
Δυστυχώς, όπως λέει κι ένα άλλο τραγούδι, επίσης πολύ παλιό, "...τα χρόνια άλλαξαν, αλλάξαν οι καιροί...". 
Σήμερα έχω την αίσθηση ότι ελάχιστοι είναι αυτοί που πραγματικά αγαπούν την Νύμφη του Παγασητικού...

Το τραγούδι με το ρεφραίν "Ο Βόλος μας, πατρίδα ζηλευτή..." ηχεί στ' αυτιά μου από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, στην δεκαετία του '50. Το τραγουδούσε σε κάθε ευκαιρία η Μητέρα μου, η Γεωργία Μωραΐτου-Σκυργιάννη, γεννημένη στον Βόλο το 1914. 
Το 1981, όταν  επέστρεψα οριστικά στον Βόλο από τις σπουδές μου στην Καρλσρούη της (τότε) Δυτικής Γερμανίας, την έβαλα να το ξανατραγουδήσει (μαζί με ακόμη πολλά και ωραία τραγούδια, άγνωστα σ' εμένα και, πιστεύω, στους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες) στο σπίτι μας, μπροστά σε ένα "δημοσιογραφικό" κασετοφωνάκι Grundig. Την ίδια περίοδο "ανακάλυψα" κι ένα καλά φυλαγμένο τετράδιο, με ημερομηνία 1932 (που διατηρήθηκε κι όταν η οικογένεια έμεινε για αρκετό διάστημα σε σκηνή, μετά τον μεγάλο σεισμό του Απριλίου 1955), όπου η Μητέρα έχει καταγραμμένα 131 ποιήματα και στίχους τραγουδιών, από Λαμαρτίνο και Λαπαθιώτη, μέχρι Σουρή, Ουράνη κλπ. καθώς και πολλά "Σχολικά Τραγούδια", ανάμεσα στα οποία και το "Ο Βόλος μας".
Η Μητέρα έφυγε από κοντά μας το 1997 και ο Πατέρας πήγε να την συναντήσει το 2002.
Εκείνη η κασέτα-οικογενειακό κειμήλιο, μαζί με πολλές παρόμοιες από την Καρλσρούη και μετά, υπάρχει σήμερα και ελπίζω ότι θα υπάρχει για πάντα στην Οικογένεια, μαζί με εκείνο το τετράδιο του 1932.
Το 2014 η σύγχρονη τεχνολογία μου έδωσε την δυνατότητα να μετατρέψω τις προσωπικές ηχογραφήσεις που υπήρχαν στις κασέτες σε ηλεκτρονικά αρχεία ήχου - ένα ειλικρινά ανεκτίμητο και άκρως συγκινητικό υλικό, ευκολότερα, πλέον, αναγνώσιμο, καθώς οι κασέτες και, κυρίως, τα κασετόφωνα έχουν αποσυρθεί εδώ και χρόνια από την ευρεία αγορά.
Σήμερα, 6 Απριλίου 2016, έκανα και την πρώτη σάρωση στο τετράδιο του 1932. Είναι οι στίχοι από το τραγούδι "Ο Βόλος μας", χωρίς να υπάρχει αναφορά σε στιχουργό ή/και συνθέτη.

Στην φωτογραφία είναι η Γεωργία Μωραΐτου-Σκυργιάννη το 1982.
Στην εικόνα είναι η σάρωση των στίχων από το τετράδιο
Ακολουθούν οι στίχοι πληκτρολογημένοι, για να διαβάζονται πιο εύκολα.
Και τέλος, το τραγούδι, έτσι όπως το τραγούδησε η 67χρονη Γεωργία τον Σεπτέμβριο του 1981. Κάποια σφυρίγματα που ακούγονται ενδιάμεσα προέρχονται από εμένα, την στιγμή της ηχογράφησης.





Ο Βόλος μας

Πώς αγαπώ το μαγεμένο Βόλο
Στης δύσης την ολόχρυση στιγμή
Σαν τον φιλεί μελτέμι μυροβόλο
Κι αντιλαλούν κυμάτων στεναγμοί.

Ο Βόλος μας, πατρίδα ζηλευτή
Που σε μαγεύει η αύρα του Μαγιού
Σκορπάει τριγύρω χάδια και φιλιά
Με τ’ αργυρένιο φως του φεγγαριού.

Πώς λαχταρώ να βλέπω κάθε βράδυ
Ν’ απλώνεται απαλά η σιγαλιά
Σαν κάποιο στοργικό μανούλας χάδι
Στο βρέφος (Του βρέφους) που κοιμάται απαλά.

Ο Βόλος μας...

Τη λάμψη που σκορπούν τα χωριουδάκια
Που λες ο Βόλος μοιάζει μ’ ουρανό
Κι η γη θαρρείς μ’ αστέρινα παλάτια
Και το λιμάνι απέραντο ωκεανό.

Ο Βόλος μας...



Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

μοναχικός θρήνος - το ζεϊμπέκικο



Άρθρο του Διονύση Χαριτόπουλου στην εφημερίδα Τα Νέα, 14/9/2002.
1. στον φίλο μου τον Θωμά το οφείλω, που μου το 'στειλε ηλεταχυδρομικώς ένα βράδυ - πάντα βράδυ με θυμάται ο Τόμυ. ύστερα το βρήκα πολλάκις αναρτημένο στο διαδίκτυο. με εκφράζει απολύτως, γι' αυτό και το αναρτώ. όσοι με ξέρουν καλά ξέρουν ότι όταν περίσταση και περιβάλλον είναι κατάλληλα, ως μάγκας, σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, ένα καλό ζεϊμπέκικο το χορεύω. ένα, άπαξ. χωρίς άλματα και τζιριτζάντζουλες. και οι κυρίες-δεσποινίδες της εκάστοτε παρέας γνωρίζουν καλά την απέχθειά μου για τις γυναικίες ψεύτο-ζεμπεκιές...
2. οι επισημάνσεις με μπλε είναι δικές μου.


Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.

Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.

Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι, ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.
(Τσέτσης) 
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του, αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι' αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ.·Δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα.
(Τσιτσάνης)
 *****
Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
(Βαμβακάρης) 
Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*, πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι, απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.
Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι' αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα. Αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.
Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός. Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων, είναι προσβολή γι' αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει.
Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας, είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ' άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά. (Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες, τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός·και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ' όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.)
Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα, προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι' αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων.
Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν' ανοίξει η γη να μπει». Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει. Πότε μ' ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο.
Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του·δηλαδή, να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.
Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο, δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες. Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος, αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο.
Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.

* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

μαθαίνοντας το Άξιον Εστί...

Η συναυλία με τον γενικό τίτλο "Άξιον Εστί" πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 15 Ιουνίου 2014 στο Πνευματικό Κέντρο της Ι.Μ.Δημητριάδος, λόγω βροχής, και με μεγάλο απόντα τον Γιάννη Αργυρόπουλο - η ιστορία είναι μεγάλη, ίσως γραφτεί μια άλλη φορά...

Στις 22 Ιουνίου δημοσιεύτηκε στην βολιώτικη εφημερίδα "Ταχυδρόμος" το παρακάτω κείμενο:



Μαθαίνοντας το «Άξιον Εστί»

Άξιον Εστί το τίμημα!

Αυτή η τελευταία φράση του 18ου ψαλμού των Παθών, αμέσως πριν αρχίσει το Δοξαστικόν σε ρυθμό τσάμικου, που καταλήγει με το συγκλονιστικό εκείνο «νυν το μηδέν και αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας», εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την εμπειρία των χορωδών της Βολιώτικης Χορωδίας στην μακρά πορεία προς και στην αίσθηση μετά την Συναυλία της 15ης Ιουνίου 2014, στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητρόπολης Δημητριάδος.

«Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος», όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Ρίτσος.

Η Βολιώτικη Χορωδία είναι ένα καθαρά ερασιτεχνικό σύνολο ανδρών και γυναικών, που απλώς αγαπούν το καλό τραγούδι. Σε μεγάλο ποσοστό διαβάζουν μόνο τα λόγια στις τετράφωνες παρτιτούρες που μοιράζει η Μαέστρος, με τα πολύπλοκα μουσικά σύμβολα, τα όγδοα, τα παρεστιγμένα, τα τρίηχα και τα εξάηχα, τα μέτρα και τους ρυθμούς. Η μελωδία βιώνεται με το αυτί, την ψυχή και την πείρα, η Μαέστρος, με τεράστια υπομονή, παίζει στο πιάνο και τραγουδά μία-μία μουσική φράση, με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους για τις τέσσερις φωνές (σοπράνο, άλτο, τενόρο, μπάσσο) κι έτσι σιγά-σιγά παίρνει μορφή το τραγούδι κι αναδεικνύεται το μεγαλείο της όποιας μουσικής και ποιητικής σύνθεσης. Μια πραγματικά «μαγική» διαδικασία, που απαιτεί συγκέντρωση και προσήλωση στον στόχο, που απαιτεί πολύ κόπο.

Το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, πάνω στη μεγαλειώδη ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, είναι ένα έργο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες απαιτήσεις. Αυτό που ο ίδιος ο συνθέτης χαρακτήρισε «Λαϊκό Ορατόριο», περιέχει μουσικές φόρμες από ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής μουσικής παράδοσης, από τους βυζαντινούς ύμνους ως το χασάπικο, από το λεβέντικο τσάμικο ως το δυτικόφερτο βαλσάκι, από την έντονη μουσική απαγγελία της Γένεσης μέχρι τον χαμηλόφωνο «λύχνο του άστρου».

Και όλα αυτά βασισμένα πάνω σε στίχους που αναφέρονται σε «λιόδεντρα που κρησάρουν το φώς», σε νησιά «ηλιοβόρα και σεληνοβάμονα», σε κορίτσια «αγγεία των μυστηρίων», στης «σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο». στων «λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο», σ’ αυτούς που «αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο», σ’ αυτήν που «αρμόζει τη ζώνη του οφιούχου» και είναι «προφητικιά και δαιδαλική». Όλος ο πλούτος της ελληνικής μας γλώσσας υπάρχει μέσα σ’ αυτό το ποίημα του Ελύτη. «Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι», όπως λέει κι ένα στίχος της Γένεσης. Εικόνες, άπειρες εικόνες, τα «πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια» των νησιών, τα ίδια τα νησιά που είναι «ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή», η Μυρτώ που στέκει «αντικρύ του πελάγου σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι», τα όνειρα που γίνονται «τσέρκουλα στις γειτονιές των παιδιών», οι ναοί που έχουν «το σχήμα του ουρανού», οι «τρικάταρτες μπομπάρδες στ’ ανοιχτά του πέλαγου», η «μνήμη (που) καίει άκαυτη βάτος (στα βουνά)», το «φτενό στα πόδια σου χώμα, για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα».

Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι, για να  διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη. Κι όλη αυτή την απεραντοσύνη των λέξεων πρέπει να την κατανοήσεις, όλες αυτές τις εικόνες πρέπει να τις δημιουργήσεις μέσα σου, πρέπει να μπορείς να τις «βλέπεις», για να μπορέσεις να αποδώσεις σωστά το «Άξιον Εστί».

Αυτή, η δεύτερη δυσκολία, ίσως είναι και μεγαλύτερη από την δυσκολία των μουσικών σχημάτων. Αυτή είναι και η μεγαλοφυΐα της σύνθεσης του Θεοδωράκη, που αναδεικνύει σ’ αυτό το έργο – θεοποιεί, θα έλεγα – την ποίηση του Ελύτη. Η μουσική τονίζει τις εικόνες, οι λέξεις ταιριάζουν στους ρυθμούς και «αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα».

Αργά, αλλά σταθερά, εδώ και ένα χρόνο, δυο και τρεις φορές την εβδομάδα, εκεί, στην παραγκούλα της οδού Γαμβέτα, με πολύ κόπο, τα γράμματα χαράζονταν, οι λέξεις τυπώνονταν, οι εικόνες έπαιρναν σχήμα δένοντας με την μουσική στις ψυχές των χορωδών της Βολιώτικης Χορωδίας.

Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που παρουσιάσαμε στις 15 Ιουνίου στο Πνευματικό Κέντρο. Ένα αποτέλεσμα για το οποίο δεν επιτρέπεται να μιλήσουμε εμείς – εμείς επιτρέπεται μόνο να πούμε ότι είμαστε ικανοποιημένοι από αυτό που μπορέσαμε να αποδώσουμε.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Το Άξιον Εστί



«Το Άξιον Εστί» - μεγάλη συναυλία της Βολιώτικης Χορωδίας και της Χορωδίας του Μουσικού Πολιτιστικού Συλλόγου Αταλάντης, 15 Ιουνίου 2014.
Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την πρώτη δημόσια εκτέλεση του μνημειώδους έργου «Άξιον Εστί», με την μοναδική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη πάνω στην μεγαλειώδη ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, που έγινε στις 19 Οκτωβρίου 1964 στο Θέατρο Κοτοπούλη («Ρεξ»). Ενός έργου που σφράγισε όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια μουσική και ποιητική δημιουργία στον 20ο αιώνα
Η Βολιώτικη Χορωδία, υπό την διεύθυνση της κας Στάσας Τζάλλα, αποφάσισε να παρουσιάσει ολοκληρωμένο το έργο στο κοινό του Βόλου με την πολύτιμη σύμπραξη της Χορωδίας του Μουσικού Πολιτιστικού Συλλόγου Αταλάντης, η καλλιτεχνική διευθύντρια της οποίας, κα Αντιγόνη Κερετζή, έχει επί σειράν ετών συνεργαστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Μετά από ένα και πλέον έτος μεθοδικής προετοιμασίας του πολυσύνθετου αυτού έργου, έχουμε σήμερα την τιμή να προσκαλέσουμε τις συμπολίτισσες και τους συμπολίτες στην συναυλία μας, που θα πραγματοποιηθεί
την Κυριακή 15 Ιουνίου 2014, ώρα 8:30 μμ, στο ανοιχτό δημοτικό θέατρο Βόλου «Μελίνα Μερκούρη»
Στην συναυλία συμμετέχουν, εκτός από τις δύο Χορωδίες, οι πολύ γνωστοί τραγουδιστές Γεράσιμος Ανδρεάτος και Ιωάννα Φόρτη.
Το μουσικό σχήμα συγκροτείται από τους Βολιώτες μουσικούς Νίκο Νέβρο (που είχε και την επιμέλεια της ορχηστρικής προσαρμογής), Γιάννη Αργυρόπουλο, Εύη Κανελλοπούλου, Γιάννη Καραμανιώλα και Κώστα Δρακούλη. Την καλλιτεχνική διεύθυνση έχουν η κα Αντιγόνη Κερετζή και η κα Στάσα Τζάλλα.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας θα ακουστούν οι κύκλοι τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη «Επιφάνια», σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, με τις Χορωδίες και τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, και «Μαουτχάουζεν», σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, με την Ιωάννα Φόρτη. Στο δεύτερο μέρος θα εκτελεστεί το «Άξιον Εστί», το οποίο περιλαμβάνει τρία μέρη. Μέρος Α’: Η Γένεσις, Μέρος Β’: Τα Πάθη, που διαρθρώνονται σε ψαλμούς, άσματα και αναγνώσματα, και Μέρος Γ’: Το Δοξαστικόν. Συμμετέχουν ως  ψάλτης ο Ευάγγελος Κακάλιας, ως λαϊκός τραγουδιστής ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, και ως αναγνώστης ο Χαράλαμπος Σκυργιάννης.
Προσκλήσεις διατίθενται από το βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου (Δημητριάδος-Κουμουνδούρου), από το δισκοπωλείο Classic (Ερμού 187), από το Κέντρο Πληροφόρησης «Δίαυλος» του Δήμου Βόλου (Τοπάλη και Δημητριάδος) και από τα μέλη της Βολιώτικης Χορωδίας. Η τιμή των προσκλήσεων είναι 10 €, και 7 € για άνεργους, πολύτεκνους, τρίτεκνους, φοιτητές και μαθητές. Περισσότερες πληροφορίες στο τηλ. 6947024547, κ. Σκυργιάννης.
(δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο την Κυριακή 01.06.2014)

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Άξιον Εστί το τίμημα!

21 Μαρτίου, εαρινή ισημερία και παγκόσμια ημέρα ποίησης - ένα ελάχιστο αφιέρωμα...



Η Βολιώτικη Χορωδία και η Χορωδία Αταλάντης από κοινού, ετοιμάζονται να παρουσιάσουν μέσα στους επόμενους μήνες στο ελληνικό κοινό ολόκληρο το έργο «Το Άξιον Εστί». σε μουσική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη πάνω στο ομώνυμο μεγάλο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη.
Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την πρώτη παρουσίαση του έργου, στις 19 Οκτωβρίου 1964, στο θέατρο Κοτοπούλη («Ρεξ»). Μέσα σ’ αυτά τα 50 χρόνια, ο Οδυσσέας Ελύτης τιμήθηκε με το Νόμπελ Ποίησης το 1979 και το «Άξιον Εστί» αναδείχθηκε σε ένα από τα κορυφαία μουσικά και ποιητικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, με εκτελέσεις στις περισσότερες χώρες του κόσμου και με ερμηνευτές που έχουν χαράξει τις ψυχές μας.
Αισθανόμαστε, λοιπόν, μεγάλη την τιμή αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη την ευθύνη που αναλαμβάνουμε, καθώς εντρυφούμε όλο και πιο βαθιά στην μεγαλοφυή σύνθεση τόσο της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη όσο και της ποιητικής του Οδυσσέα Ελύτη.
Το όλο έργο έχει χαρακτηριστεί από τον ίδιο τον Θεοδωράκη «Λαϊκό ορατόριο σε τρία μέρη για λαϊκό τραγουδιστή, ψάλτη (βαρύτονο), αναγνώστη (ηθοποιό), λαϊκά όργανα, συμφωνική ορχήστρα και μικτή χορωδία». Στην πλειονότητα τους, τα ορατόρια χαρακτηρίζονται από μία θεματολογία βασισμένη σε βιβλικές αναφορές και είναι κατά βάση ένα είδος θρησκευτικής μουσικής. Στην νεοελληνική ο όρος αυτός αποδίδεται με τον όρο υμνωδία.
Αυτή ήταν και η πρόθεση του Ελύτη: να δώσει στο ποίημα τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Αξίζει να γνωρίσουμε ένα κείμενο που εμπιστεύθηκε ο ίδιος στον Γ.Π.Σαββίδη το 1969, δέκα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις «Ίκαρος» (ευχαριστώ την φιλόλογο Άννα Χατζηαναστασίου, που μου το έκανε γνωστό).


Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πώς έγραψε το Άξιον Εστί!

«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγύριζαν μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουν, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.

Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαινα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.

Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσαν. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.

Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.

Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».

Χωρίζεται σε τρία διακριτά μέρη: Η Γένεσις, Τα Πάθη, Το Δοξαστικόν, συμπυκνώνοντας την θρησκευτική και τελετουργική αντίληψη του μυστηρίου της ζωής: Γέννηση - Πάθος, Θάνατος - Ανάσταση, Αθανασία.
Το δεύτερο (και μεγαλύτερο) μέρος, Τα Πάθη, αποτελείται από τρεις κατηγορίες:
τους ψαλμούς, 
τις ωδές (ή τα άσματα) και 
τα αναγνώσματα,
που αποτελούν τρεις ενότητες και εναλλάσσονται με μαθηματική τάξη. Κάθε ενότητα αποτελείται από έξι ψαλμούς, τέσσερις ωδές και δύο αναγνώσματα. Έχουμε δηλαδή στα Πάθη συνολικά, 18 Ψαλμούς, 12 Ωδές και 6 Αναγνώσματα, διατεταγμένα ως εξής, ανά ενότητα: Ψ-Ψ-Ω-Α-Ω-Ψ-Ψ-Ω-Α-Ω-Ψ-Ψ.
Από θεματική άποψη, η πρώτη ενότητα αναφέρεται στη Συνείδηση μέσα στην Παράδοση, η δεύτερη στη Συνείδηση μέσα στον Κίνδυνο και η τρίτη στη Συνείδηση μέσα στην υπέρβαση του Κινδύνου.
Οι Ψαλμοί έχουν για πρότυπο τα βυζαντινά τροπάρια και τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Είναι γραμμένοι σε ελεύθερο στίχο και κατά ζεύγη.
Οι Ωδές, που περιβάλλουν τα αναγνώσματα, έχουν μια αυστηρή στιχουργική μορφή. Γενικό χαρακτηριστικό των ωδών είναι η διαίρεσή τους σε οριζόντια ημιστίχια με ένα κόσμημα (ρόδακα) στο σημείο του χωρισμού, που συνήθως αποτελεί και ένδειξη μετρικής τομής.
Τα Αναγνώσματα, που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη των Παθών, είναι γραμμένα στο ύφος των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη και των περικοπών του Ευαγγελίου. Το περιεχόμενό τους αποτελεί μια ρεαλιστική απεικόνιση της εμπειρίας που είχε ο ποιητής ως ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό μέτωπο και ως αυτόπτης μάρτυρας της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου.
Ολόκληρο το ποίημα το διατρέχει και το συναρθρώνει η φράση
αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας
Πολλοί άξιοι φιλόλογοι και κριτικοί λογοτεχνίας ασχολήθηκαν, από την πρώτη στιγμή της δημοσίευσής του, με αυτό το πρωτοφανές – και όχι μόνο για την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε – ποιητικό έργο. Και έχουν γραφεί πολλά αξιόλογα κείμενα που αναλύουν ή επεξηγούν τα νοήματα, τις ίδιες τις λέξεις, τις αλλεπάλληλες εικόνες που ο ποιητής σμίλεψε περίτεχνα, χρησιμοποιώντας ως σμίλη την αιώνια και ενιαία ελληνική μας γλώσσα.
Για την παραπάνω φράση, διάβασα στο καλό ιστολόγιο «Φωτόδεντρο» την παρακάτω ανάλυση:
«…Η φαινομενική αυτή αντίφαση αντικαθρεπτίζει την αντίθεση που δημιουργείται στο συνειδέναι του ανθρώπου μεταξύ του ενός (είναι) και των πολλών (γίγνεσθαι), που δεν είναι παρά μία κατ' αίσθησιν διάσπαση του ενός σε πολλά. Ο ποιητής ρίχνει το φως σ' ένα συγκεκριμένο άτομο, σ' ένα συγκεκριμένο λαό, σ' ένα συγκεκριμένο χώρο, για να αφηγηθεί ένα συγκεκριμένο δράμα, μιας βαθύτατα ανθρώπινης όσο και ιστορικής οδύνης…»
Ύστερα πήγε η ποίηση να ανταμώσει την μουσική. Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του δίσκου, το 1964, γράφει καταλήγωντας:
«…Ήταν για μένα μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες θαρρείς οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις, είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του. Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματισθούν, δίχως δυστυχώς να μπορώ να τους εξηγήσω «λογικά» τι ακριβώς ζητούσα. Βρισκόμουν τυλιγμένος μέσα σε ένα γόνιμο χάος.
Ο ταχυδρόμος της Fontaine au Roi στο Παρίσι περνούσε καθημερινά στις 3 μ.μ. Ήταν νομίζω Άνοιξη του ’61 που έλαβα το Άξιον εστί, δώρο ευγενικό του ποιητή και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη. Την Γένεση και Τα Πάθη. Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στον βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων.
Ως και η μορφή του έργου, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού λόγου, του άλλοτε απέραντου σαν αρχιπέλαγος, του άλλοτε κατανυκτικού σαν ψαλμός ή του πειθαρχημένου σαν λαϊκό τραγούδι, μου προσέφερε εκπληκτικές δυνατότητες, που πολύ φοβούμαι πως δεν κατόρθωσα να τις εξαντλήσω μέσα σ’ αυτό το πρώτο μουσικό γύμνασμα.
Το πρόβλημα ήταν πώς να ισορροπήσω το καθαρά λαϊκό τραγούδι με τις έντεχνες μορφές της λαϊκής μουσικής, καθώς παρουσιάζονται είτε από την ορχήστρα είτε από τον ψάλτη (βαρύτονο) είτε από την χορωδία.
Εδώ, στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική. Με τη συνείδηση θα ’λεγα αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα, θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.
Στο διάβολο, είπα, και τα εγκεφαλικά κοντραπούντα και οι πολύπλοκες αρμονικές, ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις. Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνη και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης.»
Αυτό θα κάνουμε κι εμείς!
Η Βολιώτικη Χορωδία και η Χορωδία Αταλάντης, με τη συμμετοχή και άλλων καλλιτεχνών, θα παρουσιάσουν σε πλήρη μορφή «Το Άξιον Εστί» στην Αταλάντη στις 27 Απριλίου και στον Βόλο στις 15 Ιουνίου 2014. Θα ακολουθήσουν συναυλίες σε άλλες ελληνικές πόλεις.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

τα Τραγούδια και οι Ποιητές



Εγώ τους Ποιητές από τα Τραγούδια τους γνώρισα.

(Το κείμενο αυτό ξεκίνησε να γράφεται το Φθινόπωρο του 2011, έτος κατά το οποίο οι Έλληνες θυμηθήκαμε τα 100 χρόνια από την γέννηση των συνομήλικων ποιητών Οδυσσέα Ελύτη και Νίκου Γκάτσου. Τους αφιερώσαμε λόγους, άρθρα, φιλολογικές αναλύσεις, συναυλίες, μια πραγματικά ωραία ατμόσφαιρα, καθώς όλοι μας ανακαλύπταμε «γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού», του μεγάλου καταγάλανου ελληνικού ουρανού, που και οι δύο με τόσο πάθος ύμνησαν. Όμως εμένα κάτι μου έλειπε ή κάτι μου περίσσευε, για παράδειγμα αυτή η εναγώνια προσπάθεια να «αποδειχτεί» ότι ο Γκάτσος ήταν όντως ποιητής και όχι στιχουργός ή η εξ οφίτσιο καταχώριση του Ελύτη στους «σουρεαλιστές της γενιάς του 30». Έτσι είπα να προσθέσω κάτι κι εγώ, κάτι σχετικά με το πώς εγώ βίωσα και εξακολουθώ να βιώνω τους ποιητές και την ποίηση. Ύστερα αυτό το κειμενάκι χάθηκε μέσα στις απύθμενες χοάνες των μνημών των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των συμπαρομαρτούντων τους – ανακαλύφθηκε πρόσφατα, μάλλον τυχαία (ή μήπως με παρέμβαση ανώτερης δύναμης;) και μου ζήτησε να ολοκληρωθεί, παρ’ ότι γνωρίζει ότι το μέλλον του είναι ιδιαιτέρως αβέβαιο…).



Εξ αρχής η θέση: εγώ τους ποιητές από τα τραγούδια τους γνώρισα. Που σημαίνει, πολύ απλά, ότι πρώτα άκουσα τα τραγούδια που γράφτηκαν πάνω σε δικούς τους στίχους και ύστερα αγόρασα (μερικά από) τα βιβλία τους.
Δεν ντρέπομαι να το πω: δεν είμαι από εκείνους που διαβάζουν ποίηση. Πεζό λόγο, ναι, διαβάζω, εξ απαλών ονύχων, καυχιέμαι ότι είχα διαβάσει τα περισσότερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Νίκου Καζαντζάκη κι άλλα πολλά πριν ακόμη τελειώσω το (εξατάξιο τότε) Γυμνάσιο. Και συνεχίζω απτόητος, ψάχνοντας να βρω διαμάντια μέσα στο τέλμα της σημερινής ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, όπου κάθε εντελώς άγνωστη κυριούλα, που είπε να ξεδώσει γράφοντας τον καημό της σε ένα βιβλίο, διαφημίζεται από τον εκδοτικό της οίκο ως «η πλέον αναγνωρίσιμη ελληνίδα συγγραφέας» - αλλά αυτό είναι μία άλλη πονεμένη ιστορία, που ίσως την ιστορήσουμε μιαν άλλη φορά. Όμως ποίηση;
Βεβαίως υπήρχαν οι άριστοι φιλόλογοι της γενιάς μας, υπήρχαν και τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», κάτι ακούγαμε για Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό, Βαλαωρίτη, Γρυπάρη, Δροσίνη, Πολυδούρη, Καρυωτάκη, μέχρι και Αθανασιάδη-Νόβα, λίγα πράγματα για Κάλβο και Σεφέρη, ακόμη πιο λίγα για Καβάφη και Ελύτη, ούτε σκέψη για Γκάτσο και οπωσδήποτε καμία αναφορά σε Βάρναλη, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Λειβαδίτη, Πατρίκιο, Σκαρίμπα, Καββαδία ή Εμπειρίκο, Κατσαρό, Καρούζο, Κακναβάτο (ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι, άραγε;…)
Ακούγαμε, ναι, κι ήμουν και καλός μαθητής και τά ‘παιρνα τα γράμματα. Αλλά ποίηση, όχι, δεν διάβαζα.