Σχεδόν 73 ετών, χωρίς μπλοκ επιταγών, χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν το βούισμα της συκιάς σε βραδιές αστροφεγγιάς, σχεδόν του ’60 εκδρομέας, σ’ αυτή την ηλικία ή μιλάω της κάθε μιας γενιάς, καινούργιας και παλιάς, ή κλείνω και σωπαίνω για πάντα.
Πρωτο-είδα τον 22χρονο νέο τραγουδοποιό Διονύση Σαββόπουλο, εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενο και με Φορτηγό αφιχθέντα στον Βόλο, καλεσμένο του Συλλόγου Μαγνήτων Φοιτητών «Άνθιμος Γαζής», από τις Ανώτατες Σχολές της Αθήνας, στο Κινηματοθέατρο «Λυρικόν», στην πέρα όχθη του Κραυσίδωνα, δίπλα στο «Φαρδύ, στην τότε Νέα Ιωνία – σήμερα είναι κι αυτό σουπερμάρκετ. Ήταν διακοπές Πάσχα 1966, η πλατεία του «Λυρικόν» ήταν γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές, και στη μέση της σκηνής ένα ψηλό μαύρο τετράποδο σκαμπώ. Και πάνω στο σκαμπώ ένα παλληκάρι με μουστάκι, μαλλιά «φράτζα» και μεγάλα γυαλιά με μαύρο σκελετό, άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι «καμπάνα» και, κυρίως, μια κιθάρα και μια βραχνή φωνή. Τίποτε άλλο. Το πιο εντυπωσιακό, εκείνο που εγώ ο 13άρης θυμάμαι πιο έντονα από εκείνη την παράσταση, ήταν η φωνή. Αυτή η φωνή που άρχισε, τότε, να με ταξιδεύει «στους μάγους, στους παλιάτσους με τα κόκκινα σκουφιά», στον κόσμο της νταρντάνας της Ζωζώς, στα σύννεφα της συννεφούλας, στα κορίτσια που πηγαίνουν (ακόμα και σήμερα…) δυο-δυο, στο Βιετνάμ του Χο-Τσι-Μινχ κάτω από έναν Ήλιο κόκκινο, ζεστό κι όταν ήταν ήρθε η ώρα που η σκηνή γέμισε με τα μαύρα πουλιά της δυστυχίας ο αείμνηστος θείος Παντελής, δικηγόρος στο επάγγελμα, που καθόταν στο μπροστινό κάθισμα γύρισε (σαν να ’ναι τώρα βλέπω την απελπισία στο πρόσωπό του…) και είπε στην αείμνηστη Μητέρα μου και Εξαδέλφη του «Γεωργία, τι είναι αυτά που ακούμε και βλέπουμε; Πώς την πατήσαμε κι ήρθαμε σ’ αυτό το χάλι;». Η Κυρία Γεωργία δεν συμφώνησε ολοσχερώς, ήταν πάντα ένα ανοιχτό πνεύμα αλλά μέχρις ενός σημείου, εννοείται.
Τα μαύρα πουλιά και το χτύπημα του
ηχείου της κιθάρας καθώς η μουσική μας φέρνει τους μάγους στη σκηνή έγιναν από
εκείνο το βραδάκι μόνιμοι κάτοικοι στο μυαλό μου. Και καθώς ο αδερφός μου
σπούδαζε στην Αρχιτεκτονική του Μετσόβιου το «Φορτηγό» από τον Νοέμβριο του
1966 εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας και στο ηλεκτρόφωνό μας. Είχα την μεγάλη τύχη
να μεγαλώνω σε μια επαρχιακή πόλη ακούγοντας Σαββόπουλο και Θεοδωράκη.
Ύστερα ήρθε η Χούντα των
Συνταγματαρχών κι άρχισαν οι βόλτες της Ασφάλειαςκαι οι «περίεργες» ερωτήσεις
δια την διασφάλισιν της εθνικοφροσύνης δια του πιστοποιητικού κοινωνικών
φρονημάτων. Εγώ αρίστευα στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων, περισσότερο στα
φιλολογικά παρά στα φυσικομαθηματικά, και εξ αυτού του λόγου υποχρεώθηκα να
εκφωνήσω έναν πανηγυρικό σε κάποια εθνική εορτή εις άπταιστον καθαρεύουσαν και
με ολίγη από λιβάνι. Θυμάμαι σαν τώρα, 16-17 χρονών παιδί, απ’ έξω μου να
εκφωνώ λόγον ενώπιον μικροφώνου, με όλη την κουστωδία των καθηγητών πίσω μου
και όλη την αδιάφορη μαθητιώσα νεολαία εμπρός μου, κι από μέσα μου να τραγουδώ
διαρκώς «μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη, η αγάπη είναι παντού…» λόγω εφηβικού έρωτος!
Η Μητέρα, φοβούμενη πιθανές επιπλοκές λόγω απαγόρευσης μετάδοσης ή/και ακρόασης
τραγουδιών του Θεοδωράκη, έσπασε όλους τους δίσκους του που υπήρχαν στο σπίτι
και έθαψε τα μικρά κομμάτια στον κήπο μας. Η μπόρα πήρε και τον δίσκο του
Σαββόπουλου…
Το 1971 εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, φοιτητής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, Μετσόβιο, σε ένα υπόγειο Κοδριγκτώνος και Αριστοτέλους. Κι ο αδερφός ήδη Αρχιτέκτων, παντρεμένος και μόνιμος στην Πρωτεύουσα. Μαζί πήγαμε στο «Ροντέο» κι απολαύσαμε τα τραγούδια από «Το Περιβόλι του Τρελλού» κι από τον μοναδικό «Μπάλλο» με τα Μπουρμπούλια. Το 1972 έφυγα με υποτροφία στην τότε Δυτική Γερμανία, φοιτητής Πολιτικών Μηχανικών στο Πολυτεχνείο της Καρλσρούης και μέχρι το 1981, σπουδές και μεταπτυχιακό,
ερχόμουν στην Ελλάδα
για διακοπές. Καλοκαίρι του ’73 έφαγα κι εγώ «Το Βρώμικο Ψωμί» σε λειτουργία
μαγική στο «Κύτταρο» με την συμμετοχή της Λαιστρυγόνας και της Στέλλας Γαδέδη
στα ύψη στην «Μαύρη θάλασσα» κι εκεί άκουσα ζωντανά την πρώτη εκτέλεση του
«Ζεϊμπέκικου» με τον Σαββόπουλο και τον Βαγγέλη Γερμανό στα δεύτερα λόγια. 3 Δεκέμβρη
1976, στην Καρλσρούη, κιθάρα και μπουζούκι ο Χρήστος, κιθάρα και τραγούδι εγώ,
μπάσο ο Τόμυ (†)
και λόγια ο Κώστας (†) στήσαμε
μια μεταπολιτευτική παράσταση που έγραψε ιστορία, αμιγώς με σαββοπουλικά
τραγούδια και αποσπάσματα συνεντεύξεων (εξακολουθεί να υπάρχει ερασιτεχνικά
ηχογραφημένη και, πλέον, ψηφιοποιημένη – τραγουδήσαμε Οι Μάγοι, Η Παράγκα, Το
Θηρίο, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, Αμνηστεία
’64, Ήλιε ήλιε αρχηγέ, Η Μαϊμού, Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο, Η
Συννεφούλα, Οι παλιοί μας φίλοι, Η θεία Μάνου (Μάρω), Το περιβόλι, Οι πίσω μου
σελίδες, Τα παιδιά που χάθηκαν, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, Κιλελέρ, Ο
Παλιάτσος κι ο Ληστής, Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα, Η Δημοσθένους λέξις,
Ολαρία Ολαρά, Ζεϊμπέκικο, Σαν τον Καραγκιόζη, Ο Πολιτευτής, κι ακούσαμε σχεδόν
ολόκληρο το «Happy Day»,
που μόλις είχε εκδοθεί).
Αμέσως μετά, διακοπές Χριστουγέννων, στην μπουάτ «Ρήγας» άκουγα τραγούδια για νέους κανταδόρους, για τον Δικαιόπολη, τον Στρατηγό Λάμαχο και τους «Αχαρνής» του επιστρέψαντος από τα θυμαράκια Αριστοφάνη (Αχαρνής με «η», όπως και Ιππής, κατά την αττικήν διάλεκτον). Οκτώβρη 1981 δεν είχα άλλη δικαιολογία, με πήρανε φαντάρο, Αύγουστο 1983 με απολύσανε. Στις 25 Ιουλίου 1983 πήγα μια βόλτα την Βουλιαγμένη, παρέα με τον άλλον αγαπημένο, τον Λουκιανό, αλλά και με τον Νιόνιο. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1983 βρέθηκα στις κερκίδες του Ολυμπιακού Σταδίου και ευτύχησα να ζήσω το αερόστατο και την «κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή», που υψώθηκε στον ιστό ως Ελληνική σημαία, στη μέση της πλατείας, που ήταν πραγματικά ασφυκτικά γεμάτη… Είχε προηγηθεί κατά πέντε μήνες, την Πρωταπριλιά του 1983, η Συναυλία στο Palais des Sports της Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του εορτασμού των 20 χρόνων από το κίνημα του 1-1-4 και του 15% για την Παιδεία όπου παρουσιάστηκαν πριν ακόμη εκδοθούν σε δίσκο τα «Τραπεζάκια έξω». Την άλλη μέρα το πρωί, Σάββατο ήτανε, μπήκα στο στρατόπεδο Παπάγου μετά από διανυκτέρευση πανηγυρικά τραγουδώντας «Ας κρατήσουν οι χοροί και θα βρούμε αλλιώτικα στέκια, επαρχιώτικα, βρε…» με τον «σειρούλα» τον Γιώργο (καλή του ώρα, χαθήκαμε…) να απαντάει το ίδιο πανηγυρικά μέσα στον θάλαμο «…ώσπου η σύναξις αυτή σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί…». Με ένα άκουσμα, συναυλιακό, άνευ επαναλήψεως!
Μεγάλωσα με τα τραγούδια του
Διονύση. Έμαθα κι εγώ, όπως κι αυτός, κιθάρα τραγουδώντας τα – μέχρι που τα
δάχτυλά μου πάθανε αρθρίτιδες και τα ακόρντα δεν είναι καθόλου εύκολα πια… Αλλά
δεν έπαψαν ποτέ να κυκλοφορούν στο αίμα μου, ακόμα κι όταν σ’ αυτό διοχετεύονταν
σκληρά χημειοθεραπευτικά φάρμακα εγώ τραγουδούσα κι από μέσα κι απ’ έξω μου την
Άννα, τη Θεία Μάνου, τη Συννεφούλα, τον κόκκινο, ζεστό Ήλιο, την Ελλάδα που
αντιστέκεται, την Παράγκα, ύστερα το βάσανο σταμάτησε (προσωρινά; οριστικά;
ποιος ξέρει;) και η Ζωή συνεχίζεται πάντα προς τα μπρος, όπως οφείλουμε εμείς,
του (σχεδόν) ’60 οι εκδρομείς.
Δεν θα πω ότι δεν με στενοχώρησε
εκείνη η κατακεφαλιά του 1989 με το ξεκάρφωτο Μητσοτακ, εκείνο το «…άνθρωπος
μουλιάπας, χαρά Θεού…» θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου, προτίμησα να μείνω
πεισματικά αγκιστρωμένος στην οθόνη που βουλιάζει, με το πλήθος να σαλεύει
καθώς ξεπροβοδίζει ολόισια στον θάνατο το ωραίο σαν μύθο παλληκάρι. Όχι χωρίς
κριτική, αλλά με μια κριτική μέσα στα καλλιτεχνικά πλαίσια, γιατί εκείνο που μ’
ενδιαφέρει είναι το έργο, το τραγούδι, τα 181 πρωτότυπα τραγούδια στους 20
δίσκους που εκδόθηκαν από τον Νοέμβριο 1966 (Φορτηγό) μέχρι 40 χρόνια και 3
μήνες μετά, τον Φεβρουάριο 2007 (Ο Πυρήνας) (τα έχω καταγραμμένα ένα-ένα,
δίσκους, ημερομηνίες, τραγούδια, παρακαταθήκη για τα παιδιά μου) από τα οποία,
διάολε, δικαιούμαι να απορρίψω και ένα και δύο και δέκα, που λέει ο λόγος, αλλά
ποτέ και για κανέναν λόγο ολόκληρο το έργο κι αυτές τις ανοησίες που διαβάζω,
γραμμένες πρόχειρα από εμπαθείς άσχετους και συνήθως «πολύ αριστερούς»!
Είπα παραπάνω «Παράγκα». Ένα
τραγούδι που προϋπήρχε αλλά δισκογραφήθηκε στα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» του 1975.
Στις 15 Μαρτίου 2014 δημοσίευσα στο ιστολόγιό μου ένα δοκίμιο με τίτλο «Τα
Τραγούδια και οι Ποιητές», στο οποίο τεκμηριώνω ότι μέσα από τα τραγούδια με
τις στροφές και τους στίχους των ποιημάτων τους, μέσα από αυτό που εύστοχα
ονομάστηκε «μελοποιημένη ποίηση», γνώρισα εγώ τους Έλληνες Ποιητές, το έργο των
οποίων σχεδόν ποτέ δεν κάθισα ξερά να διαβάσω και, πολύ περισσότερο, να
αναλύσω. Εκεί, λοιπόν, θέτω και δύο «κρίσιμα» ερωτήματα: α) είναι ο Νίκος
Γκάτσος ένας πολύ καλός στιχουργός ή ένας μη εισέτι αναγνωρισμένος από την
φιλολογική ιντελιγκέντσια ποιητής και β) πώς χαρακτηρίζουμε τον Διονύση
Σαββόπουλο, ο οποίος έγραψε το 1965 λες και μιλούσε για το 2025 την «Παράγκα»…
«Όπου
κοιτάζω να κοιτάζεις / όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα.
Παράγκα,
παράγκα, παράγκα του χειμώνα / κι εσύ μιλάς σαν πτώμα.
Ο λαός, ο
λαός στα πεζοδρόμια / κουλούρια ζητάει και λαχεία.
Κοπάδια,
κοπάδια, κοπάδια στα Υπουργεία / αιτήσεις για τη Γερμανία.
Κυράδες,
φιλάνθρωποι παπάδες / εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες
Η Ευανθούλα
κλαίει πριν να κοιμηθεί / την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί
Στα γήπεδα η
Ελλάδα αναστενάζει.
Στα καφενεία
μπιλιάρδο, καλαμπούρι και χαρτί.
Στέκει στο
περίπτερο, διαβάζει φυλλάδες με μιάμιση δραχμή.
Όχι, όχι,
αυτό δεν είναι τραγούδι.
Είν’ η
τρύπια στέγη μιας παράγκας.
Είν’ η γόπα
που μάζεψ’ ένας μάγκας
κι ο χαφιές που μας
ακολουθεί…»
Διαβάζω τώρα, μετά θάνατον, στο
διαδίκτυο, κάτι διθυράμβους αναφορικά με την «ποιητική μεγαλοφυία» του κυρίου
Σαββόπουλου, η οποία δημιούργησε «αυτά τα αριστουργήματα» κλπ., κλπ., σαν
διατεταγμένη υπηρεσία μου φαίνονται, από αυτούς που έσπευσαν να
οικειοποιηθούν-καπηλευθούν έναν άνθρωπο κι ένα έργο που ποτέ – και είμαι
απολύτως βέβαιος γι’ αυτό – δεν συμπάθησαν. Κάτι σαν τους χρυσαυγήτες ενάντια
στην Συνθήκη των Πρεσπών, που τραγουδούσαν στο Σύνταγμα, μπροστά στον Μίκη
Θεοδωράκη (1925-2021) σε αναπηρικό καροτσάκι «τούτο το χώμα είναι δικό τους και
δικό μας» χωρίς αυτοί να ξέρουν καν τι λέει και σε ποιους απευθύνεται αυτό το
τραγούδι και χωρίς ο ίδιος ο Μίκης, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, είχε διατελέσει
και υπουργός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, να σταματάει το παραλήρημά τους – μια
ακόμη κατακεφαλιά σ’ εμένα, μπορεί και δυνατότερη απ’ το Μητσοτακ. Ή, στον
αντίποδα, σαν το «Κόμμα του Λαού», που ξέχασε δια νυκτός τι έσερνε στον μαοϊκό
Θάνο Μικρούτσικο (1947-2019) τότε που μελοποιούσε τα τραγούδια του Wolf Biermann κι
έφευγε απ’ το Κόμμα καταγγέλλοντας την συγκυβέρνηση του ’89-90 ή στον πασόκο
υπουργό πολιτισμού 1993-1996 και τον «αγκάλιασε» όταν κοντά στο τέλος της ζωής
του, άγρια χτυπημένος από τον καρκίνο, «ανένηψε». Έχει η ζωή γυρίσματα και η
πολιτική ακόμη περισσότερα. Και όλοι μας, μαζί με όλα μας τα έργα,
καταχωρούμαστε στην Ιστορία και κρινόμαστε από αυτήν και μόνο, όχι από τους
συν-ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι είμαστε όντα μικρά, χρωματιστά, μες στον
καθρέφτη κλειδωμένα, ευάλωτα σε πολλές επιρροές και σε πολλούς πειρασμούς…
Ποιητής, λοιπόν, ο Σαββόπουλος. «Ωχ! Πηδώ, χοροπηδώ, κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου, μες στο μυαλό μου που ‘χει όρια και μια ελευθερία ζόρικια, αλοίμονό μου», «Να μας πάρεις μακριά, να μας πας σε ξένα μέρη, φύσα θάλασσα πλατιά, φύσα αγέρι-φύσα αγέρι», «καθώς διηγόταν τη ζωή του σε κουφούς θαρρούσα δεν θ’ αντέξω, το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω», «μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο και ξαφνικά ραγίζει», «τα όνειρά σου μην τα λες γιατί μια μέρα κρύα μπορεί και οι φροϋδιστές να ‘ρθουν στην εξουσία», «καλοκαίρι, καρεκλάκια πετονιές μες στο πανέρι, μες στη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει», «της Αγιατριάδας ήρθαν μέρες φτερωτές, το χωριό το Μούρεσι χορεύει από προχτές», «σου μιλώ και κοκκινίζεις, τι να φανταστώ, όσο θάβεις το σποράκι τόσο βγάζει ανθό», «η Αθήνα κάτω άναψε σαν ούφο και στου ιερού Λυκαβηττού το σκούφο έχουμε χαθεί από καιρό», «σε παραλίες σκουπιδοτόπων με κασετόφωνα κι εγώ μια πολιτεία σωριασμένη έχω σκοπό, όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ’ αγαπάω ο φτωχός, δωσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός», «κι είτε με τις αρχαιότητες, είτε με ορθοδοξία, των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλον γαλαξία», «δυο-δυο πέρασαν, πέρασαν, νάτα, δυο κορίτσια, όλο ντρέπονται, όλο, τα κορίτσια», «τη νύχτα αυτή τη λες εσύ φωτιά, μα εγώ τη λέω δέντρο, οι μέρες που λαχτάρησα θα ‘ρθουν, μα εγώ τη λέω δέντρο», «στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω τον νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό».
«Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις, όλη
η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα». Τότε και τώρα, ανέκαθεν και πάντα, παράγκα. Να
μπάζει τα πάντα από παντού, χωρίς, ουσιαστικά, στέγη να την προφυλάσσει απ’ τις
καταιγίδες, η Ψωροκώσταινα του Μποστ, η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, η Ελλάδα που
κάποτε ανήκε στους Έλληνες και τώρα ανήκει εις την Δύσιν, η Ελλάδα των
αλλεπάλληλων σκανδάλων του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, πάντοτε υπεράνω
πάσης υποψίας, με Θρησκεία αλλά χωρίς Δικαιοσύνη, η Ελλάδα των Μνημονίων και
του ληστρικού PSI, των
καταραμένων Πρεσπών, του Ματιού και των Τεμπών, «Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η
Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού
πηγαίνει».
Συνάντησα τον Διονύση Σαββόπουλο
κι άλλες φορές, αρκετές. Ακόμα και στην παραλία, στο Παπά Νερό του Αιγαίου, με
τα μούσια και τα εγγόνια του, μέχρι που κάηκε το σπίτι του εκεί, στο Μούρεσι,
και δεν ξαναφάνηκε στα μέρη μας ως παραθεριστής. Συναντηθήκαμε ένα καλοκαίρι στην
Τσαγκαράδα όπου ήταν μαζί με την Νατάσα Φλουρή, δεν θυμάμαι πότε, μπορεί να
ήταν λίγο πριν το 2000 – προσπάθησα πολύ μήπως βρω ένα «ημερολόγιο» με
καταγραμμένες όλες τις συναυλίες στα χρόνια που μεσολάβησαν, δεν βρήκα τίποτε
οργανωμένο, κομμάτια κι αποσπάσματα εδώ κι εκεί, κι ο καθένας το βιολί του.
Εκεί, λοιπόν, στην Τσαγκαράδα (μάλλον στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής…) τον
βρήκα στο διάλειμμα και κάναμε μια κουβέντα σαν δυο παλιοί φίλοι, σαν δυο
«γνωστοί-άγνωστοι από χρόνια», του θύμισα το «Λυρικόν», δεν το είχε ξεχάσει,
του ζήτησα μια-δυο «άκρως εξειδικευμένες» πληροφορίες και καταλήξαμε λέγοντας
εγώ ότι θα σου στείλω γράμμα και γραφή.
Βόλος, 25
Μαΐου 2000
Προς : Κύριο
Διονύση Σαββόπουλο
τη φροντίδι (c/o, πάει να πει!) της δισκογραφικής Εταιρείας UNIVERSAL
Κύριε Σαββόπουλε, Αγαπητέ Διονύση,
Ετών 47 η αφεντιά μου, εκ γενετής Βολιώτης, γερμανοσπουδάσας και ανακάμψας, σε πρωτοείδα εδώ, στο κινηματοθέατρον «Λυρικόν», κάπου το 1965 αν δεν λαθεύω, καλεσμένο του Συλλόγου Μαγνήτων Φοιτητών «Ο Ανθιμος Γαζής», πάνω σ’ ένα σκαμπώ με μια κιθάρα, στα τραγούδια του Φορτηγού (μη μου παρεξηγείς τον ενικό της οικειότητας, τον νιώθω καλύτερα).
Πάνε 35 χρόνια από τότε, ήμουν στο Ροντέο, στο Κύτταρο, στον Ρήγα, στο Ζουμ, στον Σείριο, στο Ολυμπιακό, στην Παλιά Ηλεκτρική Εταιρεία, στο ανοιχτό δημοτικό θέατρο, στο Old Town, σε είδα κάτω απ’ την Ακρόπολη, έχω όλη τη δισκογραφική δουλειά σου, έχω χιλιοπαίξει τα τραγούδια σου στην δική μου κιθάρα, γενικώς, θα έλεγα, πορεύομαι μαζί σου, σαφώς ανήκω στην κατηγορία των «γνωστών αγνώστων από χρόνια».
Κάθησα αυτές τις μέρες κι έκανα, έτσι, για το κέφι μου και για τα τρία μου – μικρά ακόμα – παιδιά, μια καταγραφή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή δίσκων, τραγουδιών, εκτελέσεων από άλλους καλλιτέχνες, συμμετοχών δικών σου σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, που νομίζω (νομίζω, λέγω!) ότι είναι πλήρης. (Βεβαίως έχω, είχα από τότε, και το «Παράρτημα», που μας είπες στο Old Town, αν θυμάσαι, πως πούλησε μόνο έναν δίσκο στον Βόλο!!!!)
Εχω δύο
απορίες,
που προσπάθησα
να βρω τις
απαντήσεις
τους αλλά δεν
τα κατάφερα να
τις βρω από μόνος
μου, γι’
αυτό και καταφεύγω
στη δική σου
βοήθεια.
Η πρώτη είναι το πού είναι δισκογραφημένη εκείνη η ιστορία του ανθρώπου «που τον έλεγαν Καρακαστανιά». Είναι βέβαιο ότι την έχω στ’ αυτί μου, εκείνο το «αντίξοες συνθήκες, κακοί υπολογισμοί, γεγονότα και καταστάσεις τον χτύπησαν απανωτά» τό ‘χω χρησιμοποιήσει κατ’ επανάληψη τόσο σε συζητήσεις μου, όσο και σε γραφτά μου!!! Δεν μπορώ να το βρω πουθενά. Βοήθεια!
Η δεύτερη είναι το ποιος τραγουδάει την δεύτερη φωνή στην πρώτη εκτέλεση του «Ζεϊμπέκικου», στο «Βρώμικο Ψωμί» (το οποίο τραγούδι, βεβαίως, το έχω και με την Σωτηρία Μπέλλου και με την Λένα Πλάτωνος και με την Ελευθερία Αρβανιτάκη μαζί με την Οπισθοδρομική Κομπανία στην συναυλία του παλέ ντε σπορ, σε ιδιωτική ηχογράφηση απευθείας από ραδιοφώνου). Είναι Γερμανός, είναι Σπυρόπουλος, είναι Σαββόπουλος, είναι άλλον τι; Μία απάντηση και σ’ αυτό το ερώτημα
επιθυμητή.
Κατά τα άλλα, καλά. Τον «Χρονοποιό» δεν τον έχω «αφομοιώσει» ακόμη, το δουλεύω το πράγμα, η οικογένεια είναι καλά, το αυτό επιθυμώ και για την δική σου, με τις ταυτότητες βρήκαμε πάλι θέμα ν’ ασχολούμαστε οι Ελληνες, όλα καλά κι εμείς καλύτερα.
Να με συγχωρείς αν σου γίνομαι φόρτωμα και άσε με να πω κι ένα «καλή αντάμωση» ξανά, ακόμα και σε κανένα τσιπουράδικο της παραλίας μας, όπου μαθαίνω ότι συχνάζεις όταν βρίσκεσαι στη γειτονιά μας, αλλά δεν πολυσυχνάζω εγώ, λόγω οικογενειακών και εργασιακών υποχρεώσεων, δυστυχώς.
Γεια χαρά κι ευχαριστώ.
Χαράλαμπος (Μπάμπης, για τους φίλους) Σκυργιάννης
Πολλοί, διαχρονικά, προσπάθησαν να αναλύσουν το φαινόμενο Διονύσης Σαββόπουλος, πραγματικά δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Κάποιοι έκαναν το λάθος να μην βγάλουν, έστω και για μια στιγμή, τις κομματικές τους παρωπίδες, «τα Κάππα, τα ΠΑΣΟΚ και τα ΝΟΥ ΔΟΥ» όπως είπε ο ίδιος. Κάποιοι άλλοι φόρεσαν τον μανδύα του μουσικολόγου και βάλθηκαν να επικρίνουν την βραχνή φωνή, τα σποραδικά φάλτσα, τα «μολυσμένα» ακομπανιαμέντα, τις υπερβολές των πνευστών, τους θεατρινισμούς στις εμφανίσεις. Κάποιοι τρίτοι επιτέθηκαν στους στίχους, στους παραλογισμούς και στις αμετροέπειες κι άλλοι προσπάθησαν πολύ να αποδείξουν αφ’ ενός τα ιδεολογικά λάθη του ανδρός και αφ’ ετέρου τις αντιγραφές ξένων προτύπων. Και τελικά το φαρμάκι για τον τραγουδοποιό κατάφεραν να «διαιωνίσουν» στην ελληνική μουσική ιστορία μόνο δύο άνθρωποι: ο κ. Βασίλης Ραφαηλίδης (1934-2000) δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου, δηλωμένος μαρξιστής-κομμουνιστής, σε μία τηλεοπτική συνάντηση το 1992 και ο δημοσιογράφος κ. Γιάννης Ανδρουλιδάκης (αγνώστων, σ’ εμένα, λοιπών στοιχείων) με ένα κείμενο του 2017, που μάλλον πρωτο-δημοσιεύτηκε στο tvxs. Αυτά τα δύο κείμενα κυκλοφορούν μονίμως στο διαδίκτυο, έρχονται και ξαναέρχονται, λένε και ξαναλένε τα ίδια πράγματα, χωρίς, στην πραγματικότητα, καμία τεκμηρίωση. Η πρόσφατες απουσίες στην κηδεία στην Μητρόπολη της Αθήνας επίσημα ακολούθησαν το ίδιο μοτίβο, μένοντας ομοίως χωρίς τεκμηρίωση. Προς χαράν της ελληνικής δεξιάς και ακροδεξιάς, που κουβαλήθηκε σύσσωμη δήθεν για να τιμήσει τον τροβαδούρο, Κι εγώ διαρκώς να μουρμουρίζω «έλα χωρίς πολιτικούρες, με το φτερό σου να πετάει, όχι στων μανιφέστων την κλεισούρα παρά σ’ εκείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει».
Στην μακριά ενασχόλησή μου με την Ελληνική Μουσική γνώρισα εκατοντάδες ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασχολήθηκαν μ’ αυτή. Κάποτε έλεγα ότι έπαιζα στην κιθάρα πάνω από 2000 τραγούδια, στην Καρλσρούη έκανα και τον Μαέστρο-Δάσκαλο σε μια μικτή φοιτητική χορωδία που τόλμησε πολλές εμφανίσεις σε διεθνείς φοιτητικές γιορτές (μαζί με Πέρσες, Ινδονήσιους, Νοτιοαμερικάνους, Βιετναμέζους…) και βρίσκεται ακόμη στην καρδιά όλων όσων τότε συμμετείχαν. Στην Ελλάδα εντάχθηκα σε τετράφωνες Χορωδίες και γύρισα πόλεις και χωριά τραγουδώντας. Σ’ αυτή την περιπλάνηση ήρθα σε επαφή με έναν σωρό τραγούδια και συνθέτες απ’ τους οποίους ξεχώρισα πέντε (και μη προς κακοφανισμόν των πολλών υπολοίπων): Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος και Σαββόπουλος. Έζησα μαζί τους, αγαλλίασε η ψυχή μου, διδάχτηκα να χαίρομαι τη ζωή τραγουδώντας ακόμη (και κυρίως) στις δύσκολες στιγμές – δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι, χόρεψε τώρα γύφτισσα καρδιά – κέρδισα γνώση (όχι σοφία…). Από τους πέντε, έχει μείνει ως τώρα ζωντανός μόνον ένας, ο Σταύρος Ξαρχάκος, κι εύχομαι μακροημέρευση.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν
αυτός που πώς να το πω; τον ένιωθα πιο κοντά μου, ίσως γιατί οι μέρες που με
πλήγωσαν γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών ή γιατί έφτασε αρκετές φορές η
στιγμή για ν’ αποφασίσω με ποιους θα πάω και ποιους θ’ αφήσω…
Θα συνεχίσω αδιαπραγμάτευτα να
ζω με τα τραγούδια του.
Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε
ως εδώ, ας πούμε και μι’ αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό. Καλό ταξίδι Νιόνιο.
Βόλος, 13 Νοεμβρίου 2025
Μπάμπης Σκυργιάννης



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου